- εξατιμάζω
- ἐξατιμάζω (AM) [ατιμάζω]ατιμάζω εντελώς, ντροπιάζωμσν.- νεοελλ.1. κατηγορώ2. βρίζω3. καταριέμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
'ξατιμάζητον — ἐξατιμάζητον , ἐξατιμάζω dishonour utterly pres subj act 3rd dual ἐξατιμάζητον , ἐξατιμάζω dishonour utterly pres subj act 2nd dual ἐξατῑμάζητον , ἐξατιμάζω dishonour utterly pres subj act 3rd dual ἐξατῑμάζητον , ἐξατιμάζω dishonour utterly… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξατιμώνω — (AM ἐξατιμῶ, όω Μ και ἐξατιμώνω) [ατιμώ] εξατιμάζω, ντροπιάζω … Dictionary of Greek